Όλοι λίγο έως πολύ γνωρίζουμε ότι η παραγωγή και η αποχέτευση των ούρων είναι η βασική λειτουργία του ουροποιητικού συστήματος, όμως αυτή η περιγραφή είναι εξαιρετικά ανεπαρκής για να εκφράσει την πολλαπλή και κρίσιμη σημασία του στη ζωή μας. Η διατήρηση της ομοιόστασης του ανθρώπινου οργανισμού στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ουροποιητικό σύστημα. Η ύπαρξη και η λειτουργία του εξασφαλίζουν την απομάκρυνση των άχρηστων και επιβλαβών ουσιών και των προϊόντων του μεταβολισμού τους, αλλά και τη διατήρηση των απαραίτητων για τη ζωή μορίων στις κατάλληλες συγκεντρώσεις. Η ποσότητα του νερού που έχουμε στο σώμα μας και αυτού που αποβάλλουμε με τα ούρα ρυθμίζεται κατ’ εξοχήν από το ουροποιητικό σύστημα. Η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, η παραγωγή ουσιών που εμπλέκονται στην δημιουργία των ερυθροκυττάρων του αίματος και η παραγωγή της βιταμίνης D είναι ακόμα μερικές από τις κρίσιμες λειτουργίες που το ουροποιητικό σύστημα εξυπηρετεί.
Όλες αυτές οι πολύ σημαντικές δράσεις εξυπηρετούνται από μια «αλυσίδα» οργάνων που εντοπίζονται στο κύτος της κοιλίας και μέχρι την περιοχή των έξω γεννητικών οργάνων. Κατά σειρά οι κρίκοι αυτής της αλυσίδας είναι: οι νεφροί , οι ουρητήρες , η ουροδόχος κύστη και η ουρήθρα. Αυτή η «αλυσίδα» είναι το ουροποιητικό σύστημα.
ΝΕΦΡΟΙ
Οι νεφροί , ή αλλιώς τα νεφρά στην καθομιλουμένη, μπορούμε να πούμε ότι είναι και τα όργανα που επιτελούν τις σημαντικότερες λειτουργίες σε σχέση με το υπόλοιπο ουροποιητικό σύστημα , καθώς σε αυτούς αποδίδεται το «φιλτράρισμα» του αίματος και η παραγωγή των ούρων, όπως και ενδοκρινείς δράσεις. Τα κατοπινά τμήματα απλά ρυθμίζουν τη ροή και αποχέτευση των ούρων.
Πρόκειται για δύο όργανα που σε κανονικές συνθήκες βρίσκονται σε συμμετρική σχετικά θέση μεταξύ τους δεξιά και αριστερά από την αορτή στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο και κάτω από το διάφραγμα. Μεταξύ του δεξιού νεφρού και του διαφράγματος παρεμβάλλεται το ήπαρ και γι’ αυτό βρίσκεται συνήθως σε χαμηλότερη θέση από τον αριστερό νεφρό. Έχουν σχήμα φασολιού, βάρος 115 με 155 γραμμάρια στις γυναίκες και 125 με 175 γραμμάρια στους άνδρες, διάμετρο από 9 έως 14 εκατοστά, περιβάλλονται από κάψα (ινώδης μεβράνη)και βρίσκονται με το κοίλο τμήμα στραμμένο προς τον κεντρικό άξονα του κορμού.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο, την πύλη των νεφρών, εισέρχονται τα νεύρα, οι ουρητήρες, τα λεμφαγγεία και τα νεφρικά αγγεία. Η νεφρική αρτηρία και η νεφρική φλέβα είναι κλάδοι των μεγάλων αγγείων της κοιλιακής αορτής και της κάτω κοίλης φλέβας αντίστοιχα, τα οποία διακλαδίζονται σε ακόμα μικρότερους έως και μικροσκοπικούς κλάδους, καταλήγοντας σε μικροσκοπικό επίπεδο στο αγγειώδες σπείραμα. Αυτό είναι ένας θύσανος τριχοειδών αγγείων που δέχεται αίμα από το προσαγωγό αρτηρίδιο, το οποίο, αφού κυκλοφορήσει εντός του, απομακρύνεται με το απαγωγό αρτηρίδιο, το οποίο εκβάλλει στο φλεβικό δίκτυο του νεφρού το οποίο εκτείνεται σε παράλληλο τρόπο με το αρτηριακό.
Το αγγειώδες σπείραμα αποτελεί το αγγειακό τμήμα της δομικής και λειτουργικής μονάδας του νεφρού, η οποία αποκαλείται «νεφρώνας» ή «νεφρικό σωμάτιο». Αυτή δημιουργείται με τη συμμετοχή μιας δομής η οποία αποκαλείται κάψα του Bowman και η οποία εγκολπώνει το αγγειώδες σπείραμα. Η σύνδεση αυτών των δύο στοιχείων, με τη μεσολάβηση της ιδιαίτερης βασικής μεμβράνης και εξειδικευμένων κυττάρων τα οποία χαρακτηρίζονται από την παρουσία «ποδιών», κρύβει το μυστικό της σπειραματικής διήθησης. Δηλαδή του φιλτραρίσματος του αίματος και την δημιουργία του πρόουρου στην άλλη πλευρά της κάψας του Bowman , που αποτελείται από νερό και τα μόρια μικρού και μεσαίου μεγέθους που μπόρεσαν να διαπεράσουν αυτές τις δομές και να σχηματίσουν αυτή την αρχική αραιής σύστασης μορφή των ούρων.
Καταλαβαίνουμε από την παραπάνω περιγραφή ότι ο νεφρός είναι όργανο αγγειοβριθέστατο, δηλαδή περιλαμβάνει εκ φύσεως μεγάλο αριθμό αγγείων. Γι’ αυτό ακριβώς ένας τραυματισμός στην περιοχή των νεφρών, μπορεί πολύ εύκολα να προκαλέσει μεγάλη αιμορραγία η οποία μπορεί ακόμα και να απειλήσει τη ζωή κάποιου ασθενούς. Επίσης, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, τα νοσήματα τα οποία στρέφονται εναντίον των αγγείων και του κυκλοφορικού συστήματος, όπως οι φλεγμονές των αγγείων («αγγειίτιδες») και η αθηρωματική νόσος, επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργία των νεφρών.
Το πρόουρο που σχηματίζεται στην κάψα του Bowman προωθείται εντός ενός συστήματος σωληναρίων κατά μήκος του οποίου συμπυκνώνεται και οι ουσίες που περιέχει επαναρροφώνται προς την κυκλοφορία, ανάλογα με τις ομοιοστατικές και μεταβολικές ανάγκες του οργανισμού. Τα τοιχώματα των σωληναρίων αποτελούνται από ειδικά διαφοροποιημένα επιθηλιακά κύτταρα τα οποία είναι προσαρμοσμένα στο ρόλο της συνεχούς μεταφοράς ουσιών από και προς τα ούρα. Τελικά στα αθροιστικά σωληνάρια συγκεντρώνονται τα ούρα και προωθούνται προς μεγαλύτερες δομές όπως οι θηλές, οι κάλυκες και οι νεφρικές πύελοι, καταλήγοντας στους ουρητήρες.
Τα σπειράματα και συνεπώς και οι νεφρώνες εντοπίζονται στα περιφερικότερα τμήματα του οργάνου του νεφρού στην περιοχή που αποκαλείται φλοιώδης μοίρα ή απλά φλοιός. Λιγότερο περιφερικά βρίσκεται η μυελώδης μοίρα του νεφρού, στην οποία παρατηρούνται δομές αποκαλούμενες πυραμίδες, εξαιτίας του χαρακτηριστικού τους σχήματος. Αυτές περιλαμβάνουν
ΟΥΡΗΤΗΡΕΣ
Κάθε νεφρός φυσιολογικά παροχετεύεται από έναν ουρητήρα, αν και αυτό μπορεί να μην ισχύει σε ανατομικές παραλλαγές ή συγγενείς ανωμαλίες. Οι ουρητήρες είναι δυο, ένας από κάθε νεφρό, και μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρούς στην κύστη. Ο κάθε ουρητήρας έχει μήκος 25 – 30 cm και κατεβαίνει “έρποντας” στο οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα, επάνω στον ψοΐτη μυ, περνά στη συνέχεια στη λεκάνη, στρέφεται προς τα μέσα και εμπρός, διασταυρώνεται με τα λαγόνια αγγεία και καταλήγει στην ουροδόχο κύστη.
O ουρητήρας μπαίνει στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης λοξά και η πορεία του μέσα στο τοίχωμά της σχηματίζει ένα ειδικό βαλβιδικό μηχανισμό που δεν επιτρέπει στα ούρα που έχουν περάσει μέσα στην ουροδόχο κύστη να επιστρέψουν στον ουρητήρα· τούτο συμβαίνει μόνο σε παθολογικές καταστάσεις, λέγεται κυστεοουρητηρική παλλινδρόμηση και είναι αιτία μικροβιακών λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος (ουρολοιμώξεων). Tο τοίχωμα του ουρητήρα αποτελείται από έναν εξωτερικό ινώδη χιτώνα, ένα μυϊκό χιτώνα αμέσως κάτω απ’ τον ινώδη και προς το εσωτερικό του από το βλεννογόνο χιτώνα που έχει μεταβατικό επιθήλιο. Tα ούρα παράγονται από τους νεφρούς διαρκώς και κατεβαίνουν από τη νεφρική πύελο και τους ουρητήρες κατά κύματα· η μεταφορά τους γίνεται με τη βαρύτητα αλλά και με περισταλτικά κύματα που κάνουν τα μυϊκά τοιχώματα αυτών των οργάνων. Συλλέγονται στην ουροδόχο κύστη, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο η αποθήκη των ούρων, και αποβάλλονται με την ούρηση από την ουρήθρα.
ΟΥΡΟΔΟΧΟΣ ΚΥΣΤΗ
Eίναι ένα κοίλο μυώδες όργανο μεταβλητών διαστάσεων (ανάλογα με το βαθμό πλήρωσής της). Bρίσκεται στο έδαφος της μικρής πυέλου πίσω από την ηβική σύμφυση και μοιάζει με μπαλόνι. Eίναι υποπεριτοναϊκό όργανο και το επάνω μέρος της καλύπτεται από το περιτόναιο το οποίο την καθηλώνει στο έδαφος της πυέλου. Στηρίζεται και με διάφορους συνδέσμους που την συγκρατούν στο πρόσθιο τοίχωμα της κοιλιάς. Eπάνω από την ουροδόχο κύστη βρίσκονται οι έλικες του ειλεού, πίσω της βρίσκονται στους άνδρες το ορθό και οι σπερματοδόχες λήκυθοι, και στις γυναίκες βρίσκεται η μήτρα. Kάτω από την ουροδόχο κύστη στις γυναίκες βρίσκεται ο κόλπος ενώ στους άνδρες ο προστάτης αδένας.
Στο εσωτερικό του οργάνου διακρίνουμε στο επάνω μέρος τον θόλο και κάτω το έδαφος. Στο έδαφος υπάρχει μια τρίγωνη περιοχή, με τη βάση προς τα πίσω και την κορυφή προς τα εμπρός, η οποία λέγεται κυστικό τρίγωνο. Στις κορυφές του κυστικού τριγώνου υπάρχουν στόμια· τα δύο πίσω είναι τα στόμια εισόδου των ουρητήρων και το πρόσθιο (της κορυφής του τριγώνου) είναι το στόμιο εξόδου της ουρήθρας. H επιφάνεια του κυστικού τριγώνου είναι πάντα λεία και ομαλή ενώ στο θόλο υπάρχουν πτυχές, όταν η κύστη είναι άδεια. Όταν γεμίσει, οι πτυχές αυτές εξαφανίζονται, καθώς το τοίχωμα της κύστης τεντώνει.
Tο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης αποτελείται από έναν εξωτερικό λεπτό ινώδη ορογόνο χιτώνα, ένα μυϊκό χιτώνα από λείες μυϊκές ίνες, και τέλος, στο εσωτερικό, από τον βλεννογόνο που έχει μεταβατικό επιθήλιο. O μυϊκός χιτώνας σχηματίζει τον εξωστήρα μυ της κύστης ο οποίος, όταν συσπάται, εξωθεί τα περιεχόμενα ούρα προς την ουρήθρα.
Στο στόμιο εξόδου της ουρήθρας υπάρχει ένας σφιγκτηρικός μηχανισμός από λείες μυϊκές ίνες, του οποίου η λειτουργία είναι ακούσια. Ένας δεύτερος σφιγκτήρας από τους μύες του περινέου, περιφερικότερα από τον πρώτο, λειτουργεί με τη θέλησή μας.
Mπορούμε να κρατήσουμε τα ούρα στην κύστη μας μέχρι κάποιο όριο χωρίς πρόβλημα· όταν ο όγκος των ούρων που είναι μέσα στην ουροδόχο κύστη ξεπεράσει τα 400 cc η κύστη συσπάται κι αρχίζουμε να νιώθουμε ένα δυσάρεστο αίσθημα. Aν προσπαθήσουμε να κρατήσουμε τα ούρα περισσότερο, το αίσθημα αυτό επιδεινώνεται και όταν ο όγκος των ούρων φθάσει τα 650-700 cc η κύστη συσπάται μόνη της, οι σφιγκτήρες χαλαρώνουν και προκαλείται αυτόματη ούρηση, ανεξάρτητη από τη θέλησή μας, για λόγους προστασίας της ακεραιότητας της ουροδόχου κύστης.
ΟΥΡΗΘΡΑ
Η γυναικεία ουρήθρα
Eίναι ένας ινομυώδης σωλήνας, συνέχεια της ουροδόχου κύστης. Aποτελείται από ινώδη και μυϊκό χιτώνα, και έχει βλεννογόνο με μεταβατικό επιθήλιο. Tο μήκος της είναι βραχύ, περίπου 4 cm. Έρχεται λοξά προς τα εμπρός και κάτω και αφού περάσει τους μύες του περινέου εκβάλλει με το έξω στόμιό της κάτω από την κλειτορίδα, ανάμεσα στα μικρά χείλη του αιδοίου, εμπρός από την είσοδο του κόλπου. H ουρήθρα στην γυναίκα είναι αποκλειστικώς όργανο του ουροποιητικού και χρησιμεύει μόνο για την αποβολή των ούρων, σε αντίθεση με την ανδρική, που χρησιμοποιείται και για την εκσπερμάτωση.
Η ανδρική ουρήθρα
Έχει μήκος 18–20 cm. Bγαίνει από την ουροδόχο κύστη προς τα κάτω και περνά μέσα από τον προστάτη αδένα. H πρώτη της αυτή μοίρα λέγεται προστατική και δέχεται τις εκβολές των εκσπερματιστικών πόρων. Στη συνέχεια στρέφεται προς τα εμπρός και το τοίχωμά της γίνεται λεπτό· η μοίρα της αυτή λέγεται υμενώδης. Aκολουθεί η σηραγγώδης μοίρα (μέσα στο μέσο σηραγγώδες σώμα του πέους), η οποία είναι η μακρύτερη από όλες τις μοίρες και είναι εύκαμπτη, με ινομυώδες τοίχωμα. Καταλήγει στη βάλανο του πέους, σε μια διευρυσμένη περιοχή που ονομάζεται σκαφοειδής βόθρος κι από εκεί εκβάλλει με το έξω στόμιό της στην κορυφή της βαλάνου.