Με τον όρο  ηλεκτρολυτικές διαταραχές εννοούμε τις παθολογικές καταστάσεις που προκύπτουν από τα μη φυσιολογικά επίπεδα των ηλεκτρολυτών στο σώμα. Το νάτριο και το κάλιο αποτελούν τους βασικότερους ηλεκτρολύτες του οργανισμού και τα μη φυσιολογικά επίπεδα τους  ισοδυναμούν με δυσλειτουργία των κυττάρων και κατ΄ επέκταση των οργάνων του σώματος. Ονομάζονται ηλεκτρολύτες γιατί φέρουν φορτίο όταν διαλύονται στα υγρά του σώματος, μεταφέροντας τα νευρικά σήματα. Υπάρχουν και άλλοι ηλεκτρολύτες όπως το χλώριο, το ασβέστιο και το μαγνήσιο.

Ηλεκτρολυτικές διαταραχές και νάτριο

Το νάτριο βρίσκεται στο υγρό που περιβάλλει τα κύτταρα, απορροφάται από το λεπτό έντερο και όταν η συγκέντρωσή του αυξηθεί, αποβάλλεται μέσω των ούρων και του ιδρώτα. Όταν συνδέεται με το χλώριο δημιουργεί το χλωριούχο νάτριο δηλαδή το αλάτι. Το νάτριο είναι σημαντικό για τη ρύθμιση του νερού στον οργανισμό, αποτρέπει την αφυδάτωση, ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση και είναι απαραίτητο για την εκτέλεση διεργασιών του εγκεφάλου, των μυών και του νευρικού συστήματος. Για να εκτελεστούν αυτές οι διεργασίες απαιτούνται ηλεκτρικά σήματα για την επικοινωνία των κυττάρων , τα σήματα αυτά δημιουργούνται από την μετακίνηση του νατρίου.

Η υπονατριαιμία αποτελεί μία από τις ηλεκτρολυτικές διαταραχές και χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα νατρίου. Παρατηρούνται όταν η ποσότητα του νερού στο σώμα αυξηθεί σε σχέση με την ποσότητα του νατρίου. Ασθενείς με παθήσεις στα νεφρά και το συκώτι, εκτεταμένα εγκαύματα, αιμορραγίες, διάρροια, καρδιακή ανεπάρκεια, μπορεί να εκδηλώσουν υπονατριαιμία. Τα κυριότερα συμπτώματα είναι ατονία, ναυτία, κράμπες, μυϊκή αδυναμία, σύγχυση. Στα πρώτα στάδια υπονατριαιμίας ο ασθενής μπορεί να μην εμφανίσει κανένα σύμπτωμα. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις το άτομο μπορεί να εμφανίσει σπασμούς, λήθαργο ή να πέσει σε κώμα.

Η υπερνατριαιμία είναι η αυξημένη συγκέντρωση του νατρίου στον οργανισμό. Παρατηρείται όταν η συγκέντρωση του νατρίου αυξηθεί σε σχέση με το νερό, που μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις των νεφρών, κακή λειτουργία του μηχανισμού δίψας ή μειωμένη αναπλήρωσή του.

Το αλάτι είναι η κύρια πηγή νατρίου. Η υπερβολική κατανάλωσή του μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα υγείας όπως η υπέρταση. Τα περισσότερα επεξεργασμένα τρόφιμα περιέχουν μεγάλη ποσότητά αλατιού και γι αυτό είναι καλό να αποφεύγονται. Οι φυσιολογικές τιμές νατρίου είναι 135-145 mEq/L.

Ηλεκτρολυτικές διαταραχές και κάλιο

Το κάλιο είναι ένας βασικός ηλεκτρολύτης που βρίσκεται στο εσωτερικό των κυττάρων. Και αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στη σωστή λειτουργία των κυττάρων. Οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές που οφείλονται σε αυξημένη ή μειωμένη συγκέντρωση καλίου μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στο νευρικό σύστημα και στην καρδιά. Το κάλιο ρυθμίζει τους καρδιακούς παλμούς, στη σύσπαση των μυών, στην ομαλή μετάδοση των νευρικών σημάτων και στην ισορροπία μεταξύ οξέων και βάσεων. Ο οργανισμός προσλαμβάνει το κάλιο μέσω των τροφών και το αποβάλλει μέσω των νεφρών.

Η υποκαλιαιμία αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ηλεκτρολυτικές διαταραχές. Συνήθως συμβαίνει  όταν ο οργανισμός χάνει μεγάλες ποσότητες καλίου. Μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις των νεφρών, μετά πολλούς εμετούς και διάρροια, μετά τη λήψη φαρμάκων όπως τα διουρητικά. Ο ασθενής νιώθει υπνηλία, κόπωση, ναυτία, ανορεξία, ανωμαλίες στους καρδιακούς παλμούς.

Η υπερκαλιαιμία σχετίζεται με τη λήψη φαρμάκων για μείωση της αρτηριακής πίεσης, με εγκαύματα ή με δυσλειτουργίες των νεφρών που προκαλούν κατακράτηση καλίου. Τα συμπτώματα με τα οποί α μπορεί να εκδηλωθεί είναι οι αρρυθμίες, η μυϊκή παράλυση, η καρδιακή ανακοπή κ.α.

Το κάλιο μπορεί να προσληφθεί από τα φρούτα, τα πράσινα λαχανικά, και τα δημητριακά. Τυποποιημένες τροφές με μεγάλη ποσότητα αλατιού δεν πρέπει να προτιμούνται.  Οι φυσιολογικές τιμές 3,5-5,0 mEq/L.

 

Τα επίπεδα νατρίου, καλίου και των υπολοίπων ηλεκτρολυτών πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία για να αποφεύγονται οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές και να επιτυγχάνεται η σωστή λειτουργία των κυττάρων.